- παρστήετον
- παρσταίην, παρστάς, παρστήετον: see παρίστημι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
παρστήετον — παρίστημι cause to stand pres subj act 3rd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)